- συγκατηγόρημα
- το, ΝΑ [συγκατηγορῶ]νεοελλ.(λογ.) κοινό κατηγόρημα δύο ή περισσότερων υποκειμένωναρχ.καθετί που λέγεται από κοινού με άλλους για κάποιο πρόσωπο ή πράγμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συγκατηγορηματικός — ή, ό / συγκα τηγορηματικός, ή, όν, ΝΑ [συγκατηγόρημα, ήματος] αυτός που μπορεί να χρησιμεύσει ως συγκατηγόρημα … Dictionary of Greek